- καλόφωνος
- -η, -οαυτός που έχει ωραία φωνή: Βάζουμε πάντα τον Παύλο να τραγουδάει, γιατί είναι καλόφωνος.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
καλόφωνος — η, ο (Μ καλόφωνος, ον) καλλίφωνος*. [ΕΤΥΜΟΛ. < καλ(ο) * + φωνος (< φωνή), πρβλ. βαθύ φωνος, μεγαλό φωνος] … Dictionary of Greek
καλοφωνόπουλον — καλοφωνόπουλον, τὸ (Μ) (υποκορ. τού καλόφωνος*) καλλίφωνο παιδί. [ΕΤΥΜΟΛ. < καλόφωνος + πουλον (ουδ. τής κατάλ. πουλος < λατ. pullus «πώλος»), πρβλ. Ελληνό πουλο] … Dictionary of Greek
καλοφωνώ — (Μ) [καλόφωνος] καλοφωνίζω*, τραγουδώ ωραία … Dictionary of Greek